Έκανε πως δεν την είδε, έσκυψε το κεφάλι, καλώδιο κομμένο δίχως ρεύμα. Αυτή τον πλησίασε, άφησε τις σακούλες κάτω και άρχισε να σιδερώνει με τα δάχτυλά της τα πέτα του. Γεμάτο το βαγόνι, οι άλλοι κοιτούσαν, γελούσαν, αυτή έσερνε τα χνούδια, τις σκόνες από πάνω του.
Ο πατέρας άργησε να γυρίσει εκείνη την ημέρα. Κατέβηκε άρον άρον στην επόμενη στάση. Το έκοψε με τα πόδια ντροπιασμένος.
Καθώς το τρένο προχωρούσε είχε κολλήσει τη μούρη της στην πόρτα και τον χαιρετούσε. Τα χέρια της πάνω κάτω σκούπιζαν το λερό τζάμι, το άχνιζε να καθαρίσει, να τον δει. Δεν ξανάρθε στο σπίτι. Ο μπαμπάς είπε πως γύρισε στα βουνά της.
Ο πατέρας άργησε να γυρίσει εκείνη την ημέρα. Κατέβηκε άρον άρον στην επόμενη στάση. Το έκοψε με τα πόδια ντροπιασμένος.
Καθώς το τρένο προχωρούσε είχε κολλήσει τη μούρη της στην πόρτα και τον χαιρετούσε. Τα χέρια της πάνω κάτω σκούπιζαν το λερό τζάμι, το άχνιζε να καθαρίσει, να τον δει. Δεν ξανάρθε στο σπίτι. Ο μπαμπάς είπε πως γύρισε στα βουνά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου