Κι ας μην τον βλέπω, εκείνος σκάβει
Γράφει η Ελένη Γκίκα //
«Ο Θησαυρός του Χρόνου» του Μένη Κουμανταρέα, εκδ. Πατάκη, σελ. 477
«Κι αν κάτι από το παρελθόν ξυπνήσει μέσα του;» ρώτησα κοιτάζοντας λοξά τον δάσκαλό μου. «Τότε πρέπει να πολεμήσουμε», είπε ο δάσκαλος. «Ο καλλιτέχνης, είτε δημιουργός είτε εκτελεστής, είναι αυτός που πάντα αγωνίζεται. Χωρίς την πάλη δεν θα υπήρχαν μουσικές, βιβλία, ζωγραφιές». «Με τι παλεύει ο καλλιτέχνης, κύριε Κόνραντ;» ρώτησα πεισματικά. «Ε, με τι άλλο, αγαπητό μου παιδί», έκανε ανασηκώνοντας τους ώμους μαζί και τις βάτες του, «με φαντάσματα βεβαίως!»
Με τα φαντάσματα και με τον Χρόνο, με τα τραύματα και με τα θαυμαστά που εκείνα σου προκαλούν, με τα αινίγματα και με τις χρησμικές απαντήσεις που αποκωδικοποιείς κι ο ίδιος χρόνια μετά. Οφείλω να ομολογήσω ότι «Ο Θησαυρός του χρόνου» μου πήρε τον περισσότερο χρόνο που έχει ποτέ πάρει βιβλίο για να διαβαστεί. Αργά και απολαυστικά, αργά κι επώδυνα, αργά και με την βεβαιότητα ότι η γρήγορη ανάγνωση βλάπτει, θα με κάνει να χάσω, να παραβλέψω ή να ξεπεράσω ό,τι εκείνος κατόρθωσε τελικά να βρεί. Αργά για να μη μου τελειώσει. Με την επίγνωση ότι όλα, όλα για την ανθρώπινη ύπαρξη και για το μέγιστο γρίφο της βρίσκονται εκεί. Στις 477 ενός βιβλίου που είναι όλα τα βιβλία του όσα έγραψε και όσα θα έγραφε αλλά επειδή γνώριζε ότι δεν θα τα έγραφε το έκανε τόσο πυκνό, σχεδόν κρυπτικό, μια ατέλειωτη αλληγορία εκεί που σε εξαπατά πως είναι «απλώς αυτοαναφορικό».
Δεν είναι αυτοαναφορικό ή τουλάχιστον δεν είναι μόνον αυτοαναφορικό, ο συγγραφέας δεν βρίσκεται ποτέ μονάχα στην ιστορία του ή στη ζωή, εξάλλου σε πολλά σημεία θα μας το πει. Καθώς θα δίνει διαρκώς την δική του αλλόκοτη αναφορά όχι σε κάποιο ένδοξο πρόγονό του αλλά στο ταπεινό φάντασμά του, στον παλιό του συνάδελφο που αποκαλεί αδελφό και που μπορεί κάλλιστα να είναι εκείνο το άλλο μισό ανύπαρκτο κατ’ ουσίαν που έχουν τα μοναχοπαίδια και οι μοναχικοί, το φάντασμα ή φάσμα εαυτού, αλλά μπορεί κι εγώ ο αναγνώστης του, μπορεί κι εσύ. Εκείνον- εκεί- έξω επιλέγει τα του εξομολογηθεί τα πιο μέσα, περιδιαβαίνοντας κι ο ίδιος σαν φάντασμα ή ωσεί Θεός, παρόν, παρελθόν, μήπως κι ανοίξει ρωγμούλες στο μέλλον. Και τις ανοίγει, χάσματα αποκαλυπτικά αποδεικνύοντας ότι ο μεγάλος συγγραφέας φτάνει παντού ως και στον ίδιο τον θάνατό του: τα χρόνια της ασφαλιστικής, η γνωριμία του με τον κύριο Αναγνωστόπουλο ή Αναγνώστου το φάντασμά του, η γνωριμία του με την Λιλή, η αρρώστια της Λιλής, οι συνάδελφοι, οι γιατροί και οι νοσηλευτές, ο καμικάζι, ο Λούνα και ο Νουάρ, η μουσική και η γραφή, η γραφή, η μουσική, οι μέρες κι οι νύχτες, τα παιδιά της Σωτηρίας, ο Ναός του Πόνου, οι λάμπες που καίγονται ξαφνικά, η αδελφή ως Πιετά, τα ιερογλυφικά και οι γκραφιτάδες του δρόμου, η Αθήνα και τα ανθρώπινα σκουπίδια, η μοναξιά, η «Ωραία Θεσσαλία», τα μνήματα και τα σκαψίματα, η επισήμανση πως «μη ξεχνάς πάμε σε διαφορετικούς τόπους» που τόσο πολύ τον πονά, μας πονά, ακόμα κι αυτός καθ’ εαυτός ο περαματάρης, φύλακας άγγελος που αποδέχεται «εγώ ήμουν πάντα, ο οδηγός σας. Από την αρχή, μόνο που εμένα δεν με χρειάζεστε άλλο. Τώρα που φθάνετε στο τέλος».
Η επισήμανση ότι «είναι στη φύση των πραγμάτων ό,τι άρχισε με ασυνήθιστο τρόπο θα πρέπει και να τελειώνει ασυνήθιστα» που διαβάζεται εκ των υστέρων απ’ όλους μας σαν χρησμός.«Ο Θησαυρός του Χρόνου» εμπεριέχει όλα τα βιβλία του συγγραφέα. Όσα έγραψε, όσα έζησε, όσα σκέφτηκε, αλλά και όσα θα έγραφε αν ζούσε, μετά. Όλες τις απαντήσεις στους γρίφους του που αξιώθηκε περνώντας μέσα από τις δικές του συμπληγάδες, σηκώνοντας με τον δικό του τρόπο, τον δικό του σταυρό. Ακόμα κι ο «Νώε» και οι τεχνικές του εμπεριέχονται στον «θησαυρό» του που έτσι ακριβώς θα πρέπει και να διαβάζεται απ’ όλους μας: σαν θησαυρός.
Στις σελίδες του ακόμα και αυτή η διαδικασία της γραφής. Η εγωϊστική ή επώδυνη τελικά διαπίστωση «γράφω για τον εαυτό μου», βασική προϋπόθεση για τον δημιουργό ή τον καλλιτέχνη, τα όσα έζησε που διασώζει γράφοντάς τα σαν «θησαυρό». Ο Θησαυρός του Χρόνου. Και η δική του διαρκής επανάσταση προορισμένη εκ των πραγμάτων της ανθρώπινης κατάστασης, εν τέλει, κι εκείνη ακόμα να προδοθεί.
Το αριστούργημά του, δίχως άλλο. Με τόσες πολλές αναγνώσεις όσες κι οι αποδέκτες του. Το πιο υπαρξιακό από τα βιβλία του, το πιο σαγηνευτικό. «Κι ας μη το βλέπω, εκείνος σκάβει». «Όπου να ‘ναι, φτάνω στο τέλος της ιστορίας μου ή αυτό τέλος πάντων που θεωρείται τέλος». Ένα βιβλίο γενναιόδωρο μαζί και γενναίο, σαν αρχαίος χρησμός. Εξάλλου «κάθε θάνατος στο παρελθόν πληρώνεται και μ’ ένα στο μέλλον», ο όποιος θάνατος. Έχει πολλά πρόσωπα κι αυτός.
Παραποίηση:
ΑπάντησηΔιαγραφή«Κι αν κάτι από το παρελθόν ξυπνήσει μέσα μου;» ρώτησα κοιτάζοντας λοξά, τον δεύτερό μου εαυτό.
"Τότε, τρυφερά, το ξανακοιμίζουμε", μού απάντησε και τον άκουσα.