Τα βρήκα και τα πήρα!
Από ΕΔΩ!
Ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου Ανθολόγηση από τα μέλη της λέσχης Του Βασίλη Μανουσάκη | ||
Λέσχη Ανάγνωσης Ποίησης (.poema..)
Η Αγγελική Κώττη στην προσεχή συνάντηση με θέμα τη ζωή και το έργο του Γιάννη Ρίτσου(Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2009, 7.30 μ.μ., Ηρακλειδών 22, Θησείο, τηλ.: 210 3451910)
Το ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση (.poema..), το βιβλιοπωλείο «Λεμόνι» και οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» παρουσιάζουν τη δημοσιογράφο κι ερευνήτρια του έργου του «ποιητή της Ρωμιοσύνης», Αγγελική Κώττη, στη δέκατη συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης Ποίησης (.poema..).
Η θεματική της συνάντησης, αυτή τη φορά, έχει γενικό
τίτλο «Γιάννης Ρίτσος, στον απόηχο ενός αιώνα», με συγκεκριμένη
στόχευση: οι συμμετέχοντες, ξεκινώντας από τα δικά τους αναγνώσματα, τις
προτιμήσεις και τις επιλογές τους, θα συζητήσουν για την παρουσία όσο
και την επιδραστικότητα του έργου του Γιάννη Ρίτσου στο σύγχρονο
ποιητικό γίγνεσθαι.
Σ' αυτό το πλαίσιο η Αγγελική Κώττη θα αναφερθεί σε
επιμέρους ζητήματα που αφορούν τη συγγραφή, την έρευνα και την
αξιοποίηση του βιογραφικού υλικού που συγκέντρωσε, για την πρόσφατη
έκδοση με τίτλο «Γιάννης Ρίτσος: Ένα σχεδίασμα βιογραφίας» (επιμ.: Ελένη
Κεχαγιόγλου, Ελληνικά Γράμματα, 2009)
Παράλληλα, οι συμμετέχοντες θα απαγγείλουν ποιήματά του
και θα συνεισφέρουν στη διαμόρφωση μιας μικρής ανθολογίας που θα
αναρτηθεί προσεχώς στην ειδική στήλη του περιοδικού για ό,τι αφορά τις
δραστηριότητες της Λέσχης.
Οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες να παρακολουθήσουν τη
συνάντηση, θα πρέπει προηγουμένως να έρθουν σε τηλεφωνική επαφή με το
περιοδικό (τηλ.: 6976 442011) είτε να συμμετάσχουν διαδραστικά,
στέλλοντας τη δική τους τοποθέτηση-άποψη-πρόταση στην ηλεκτρονική
διεύθυνση info@e-poema.eu ώστε να δημοσιευτεί άμεσα.
Χορηγοί:
Λευκό και κόκκινο κρασί από την ετικέτα «Μικρός Βοριάς» (Οινοφόρος - Αγγελος Ρούβαλης, Σελινούς 251 00 Αίγιο, www.oenoforos.gr)
+ Αρωματικές ποικιλίες από τον Δρόμο του Τσαγιού (www.tearoute.gr) [Ανδρέας Κουραμάνης] Από το Σχήμα της απουσίας XII Αυτή η κάμαρα έχει γίνει ένα βαθύ πηγάδι. Η λάμπα είναι ένα αστέρι καρφωμένο στο νερό. Το παιδικό κρεββάτι στη θέση του, και πότε πότε αστράφτουν με ημικυκλικές ανταύγειες τα σεντόνια καθώς, πάνω ψηλά, στην επιφάνεια του νερού πέφτουν σαν άχυρα οι ώρες αβαρείς και αργοπόρες χαράζοντας το νερό με αδιόρατους κύκλους. Εδώ μέσα κανείς δεν μιλάει, κι αν μιλούσε δεν θα ακούγονταν. Κι αν ένα ποτήρι γείρει και πέσει, πέφτει αθόρυβα μες στην παλάμη της σιωπής. Δε σπάει. Μόνο η αρχαία κραυγή του χωρισμού διαλυμένη στο νερό κάνει πιο σκοτεινό και βαθύ το πηγάδι. [Νάνσυ Τζαλαβρά] Από τη Σονάτα του Σεληνόφωτος Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο. Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. από τον Επιτάφιο (ΙΙ, V) Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου, ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου, Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ; Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι, μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι. Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα, ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα. Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα, τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα. Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω, ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο; Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου, πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου. Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω κι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω. Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε ψηλώνει ὁ ἥλιος ἔλα, καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα. Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη. Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα, θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα. Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει. Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου. Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια, παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια. Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει. Από τα Μονόχορδα Να λες ουρανός και ας μην είναι [Ειρήνη Σουργιαδάκη]
Ποιητές
Ὤ, δὲ χωρεῖ καμία ἀμφισβήτηση, ποιητὲςΣτὸν Κώστα ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ εἴμαστ᾿ ἐμεῖς μὲ κυματίζουσα τὴν κόμη -- ἔμβλημ᾿ ἀρχαῖο καλλιτεχνῶν -- καὶ χτυπητὲς μάθαμε φράσεις ν᾿ ἀραδιάζουμε κι ἀκόμη μιὰ εὐαισθησία μας συνοδεύει ὑστερική, ποῦ μας πικραίνει ἕνα χλωμό, σβησμένο φύλλο, μακριὰ ἕνα σύννεφο μαβί. Χιμαιρικὴ τὴ ζωή μας λέμε καὶ δὲν ἔχουμ᾿ ἕνα φίλο. Μένουμε πάντα σιωπηλοὶ καὶ μοναχοί, ὅμως περήφανα στὰ βάθη μας κρατοῦμε τὸ μυστικό μας θησαυρό, κι ὅταν ἠχεῖ ἡ βραδινὴ καμπάνα ἀνήσυχα σκιρτοῦμε. Θεωροῦμε ἀνίδεους, ἀνάξιους κι εὐτελεῖς γύρω μας ὅλους, κι ἀπαξιοῦμε μιὰ ματιά μας σ' αὐτοὺς νὰ ρίξουμε, κι ἡ νέα ξανὰ σελὶς τὸ θρῆνο δέχεται τοῦ ἀνούσιου ἔρωτά μας. Ἀναμασᾶμε κάθε μέρα τὰ παλιὰ χιλιοειπωμένα αἰσθήματά μας· ἐξηγοῦμε τὸ τάλαντό μας: «κελαηδοῦμε σὰν πουλιά»· τὴν ἀσχολία μας τόσ᾿ ὡραῖα δικαιολογοῦμε. Γιὰ μᾶς ὁ κόσμος ὅλος μόνο εἴμαστ᾿ ἐμεῖς, καὶ τυλιγόμαστε, μανδύα μας, ἕνα τοῖχο. Μ' ἔπαρση ἐκφράζουμε τὰ πάθη τῆς στιγμῆς σ' ἕναν -- μὲ δίχως χασμωδίες -- μουσικὸ στίχο. Γύρω μας κι ἄλλοι κι ἂν πονοῦν κι ἂν δυστυχοῦν, κι ἂν τοὺς λυγίζει, ἂν τοὺς φλογίζει ἡ ἀδικία - ὤ, τέτοια θέματα πεζὰ ν' ἀνησυχοῦν τοὺς ἀστρικούς μας στοχασμούς, εἶναι βλακεία. από το Σχήμα της απουσίας Ι Ὅ,τι ἔφυγε, ριζώνει ἐδῶ, στὴν ἴδια θέση, λυπημένο, ἀμίλητο ὅπως ἕνα μεγάλο βάζο τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ πουλήθηκε κάποτε σὲ δύσκολες ὧρες, καὶ στὴ γωνιὰ τῆς κάμαρας, ἐκεῖ ποὺ στέκονταν τὸ βάζο, ἀπομένει τὸ κενὸ πυκνωμένο στὸ ἴδιο σχῆμα τοῦ βάζου, ἀμετάθετο, ν' ἀστράφτει διάφανο στὴν ἀντηλιά, ὅταν ἀνοίγουν πότε-πότε τὰ παράθυρα, καὶ μέσα στὸ ἴδιο βάζο, πούχει ἀλλάξει τὴν οὐσία του μὲ ἴδια κ' ἰσόποσην οὐσία ἀπ' τὸ κρύσταλλο τοῦ ἄδειου, μένει καὶ πάλι τὸ ἴδιο ἐκεῖνο κούφωμα, λίγο πιὸ ὀδυνηρὰ ἠχητικὸ μονάχα. Πίσω ἀπ' τὸ βάζο διακρίνεται τὸ χρῶμα τοῦ τοίχου πιὸ σκοτεινό, πιὸ βαθύ, πιὸ ὀνειροπόλο, σὰ νἄμεινε ἡ σκιὰ τοῦ βάζου σχεδιασμένη σὲ μία σαρκοφάγο - Καί, κάποτε, τὴ νύχτα, σὲ μίαν ὥρα σιωπηλή, ἢ καὶ τὴ μέρα, ἀνάμεσα στὶς ὁμιλίες, ἀκοῦς βαθιά σου κάποιον ἦχο ὀξύ, πικρὸ καὶ πολυκύμαντο σάμπως ἕνα ἀόρατο δάχτυλο νὰ ἔκρουσε κεῖνο τὸ ἀπόν, εὐαίσθητο, κρυστάλλινο δοχεῖο. Η λέξη Η λέξη με είχε με βρήκε με είπε. Κι εγώ μονάχα «ευχαριστώ». Στη λέξη μια λέξη. Ο κόσμος. [Πέτρος Πολυμένης] Από το Ο τελευταίος κι ο πρώτος του Λιντίτσε Αυτά απομείναν όλο-όλο απ το παλιό μας Λίντιτσε αυτές οι ταυτότητες τρυπημένες απ' τις σφαίρες κ' οι άλλες, όσες βρέθηκαν στο Κλάντνο, μέσα στις φόρμες των ανθρακωρύχων, αυτή η φωτογραφία των παιδιών στο τέλος του σχολικού έτους με τον Ζντένεκ Πέτρικ λίγο πριν απ τους θαλάμους αερίων του Χέλμν. [...] Θα σας πω - οι πεθαμένοι δε θυμούνται, κάθονται πλαγιασμένοι σε σκοτεινές σειρές μέσα στη μνήμη μας σ' ένα ψηλό σανιδένιο πατάρι∙ - λιγάκι αν δεν προσέξεις λιγάκι να σκοντάψεις, μπορεί και να πέσουν τα μακριά καδρόνια ολόγυρά σου, να σου φράξουν το δρόμο, να σε φράξουν∙ όμως κι ίδιοι οι πεθαμένοι προσέχουν - το νοιώθεις απ' την ακινησία που δεν είναι ακαμψία μα ισορροπία μας διδάσκουν τον ευθύγραμμο δρόμο∙ κι όσο κι αν δεν θυμούνται μας θυμίζουν και συμμετέχουν στην ευθύνη του μέλλοντος. Αυτά έμειναν. [...] Παλιές φτωχές ώρες, χωρίς την υποψία του κινδύνου, χωρίς τη γνώση του πλούτου τους και της βαθειάς τους απλότητας, - γι' αυτό φτωχές. Αυτά μονάχα απόμειναν και μερικές λάμπες των ανθρακωρύχων κ' οι σκεβρωμένες μπότες τους σε μικρά γυάλινα φέρετρα. [...] Τίποτ' άλλο. Ολα τ' αφάνισαν με τη φωτιά και το σίδερο ως και τη λίμνη ενταφιάσανε με μεγάλες φτυαριές μίσους. Σας δείχνω αυτά τα πράγματα που σώθηκαν, για ν' αποφύγω να σας δείξω αυτά που δεν σώθηκαν. Το δάχτυλό μου τρομάζει ν' αγγίξει τον ίσκιο του. Κι ούτε μπορώ καν να τον δω. [...] Ενα σκοινί της μπουγάδας λαμπάδιασε σε μιαν αυλή κι απόμεινε αποτεφρωμένο στον αέρα, ολοφάνερο0 στο φως της πυρακαϊάς σα μαύρο φρύδι πάνω από βγλαμένο μάτι. Κανείς δεν τ' άγγιξε. Ο θάνατος φοβήθηκε Το γδούπο της στάχτης. Θυμάμαι. Είταν μια νύχτα από κραυγές κι από πέτρες - το αίμα κυλούσε σιωπηλό μέσα στο μαύρο στόμιο του θανάτου. [...] Ενα μεγάλο χρυσοκέντητο τραπεζομάντηλο σηκώθηκε απ' την ’για Τράπεζα της εκκλησίας, ταλαντεύτηκε μετέωρο κάτω απ' το θόλο, έσπασε με τη μια γωνιά του τα τζάμια του μεγάλου παράθυρου, βγήκε στη νύχτα σαν πλατύ κούφιο πουλί, σα μαδημένο, ακόκκαλο πουλί, λάμποντας όλο απ' τη διάφανη γύμνια του και στάθη σ' ένα δρόμο αντίκρυ στη μάντρα του Χόρακ. [...] Υστερα πια δεν θυμάμαι. Σας μιλάω για τα πράγματα γιατί δε μου είναι βολετό να μιλήσω για τον άνθρωπο. Μια σειρά πτώματα απλωμένα στο χώμα, άκαμπτα σαν κομμένα δέντρα, σα μεγάλα σανίδια σ' ένα έρημο ξυλουργείο για ένα μοναδικό, πελώριο φέρετρο, σα μεγάλα ματωμένα καρφιά. [...] Τα παιδιά τάχαν πάρει. Τους άντρες τους είχαν σκοτώσει. Οι γυναίκες έμειναν μια σειρά κολώνες από στάχτη ενός μεγάλου ληστεμένου ναού - κι οι κολώνες κινήθηκαν βάδισαν όρθιες κατά φάλαγγα προς τα μαύρα καμιόνια βουβές κι αδάκρυτες με την άφοβη τώρα περηφάνια της απέραντης ορφάνιας. Μόνο την τελευταία στιγμή, μόνο για μια στιγμή, οι γυναίκες Εστρεψαν λίγο και κοίταξαν τα μέρη τους. Στο λοφίσκο του Λίντιτσε ένα άλογο ξύλινο παιδιάστικο, ξεχασμένο εκεί πάνω, καιγόταν διατηρώντας το σχήμα του μεγεθυσμένο - καιγόταν μόνο, σα μια μάταιη φωτεινή προσευχή, επιμένοντας σε κάτι άγνωστο, ώσπου τινάχτηκε μ ένα σπασμό πίσω απ' το λόφο ή μες στη σκοτεινή καρδιά του ανθρώπου. Δεν ήξερες που βρίσκεται η καρδιά του ανθρώπου. Ενα παιδιάστικο παιχνίδι μόνο μέσα στην τελευταία του μοναξιά - ένα υπερφυσικό άλογο που βούλιαξε μέσα στη νύχτα. Ούτε που το θυμάμαι. Τι είταν; Δεν ήθελα να θυμάμαι. Βασανίστηκα να σκοτώσω τη μνήμη. Τώρα βασανίζομαι να σκοτώσω τη λησμοσύνη που απλώνεται μαλακιά μέσα στους κήπους. [...] Και κανείς πια δεν επισκέπτεται το μουσείο του Λίντιτσε και τα ποιήματα που γράφτηκαν τότε λογαριάζονται «ποιήματα ευκαιρίας» [...] Τώρα σκαλίζω και ποτίζω τούτον τον Τριανταφυλλώνα, κουβεντιάζω με τα τριαντάφυλλα - έχουν όλα μια γλώσσα μουσική, σχεδόν αποκαλυπτική. Ξέρετε αυτά τα τριαντάφυλλα, είναι η μεγάλη μας φιλία δεμένη σε μεγάλες ώρες - και πρέπει να τη διατηρήσουμε πιο πέρα από τη μεγάλη ώρα του πόνου ή τη μεγάλη ώρα του ενθουσιασμού - πιο πέρα απ την κρίση της σκλαβιάς ή της ελευθερίας, της μνήμης ή της λήθης, τις ώρες που λιγοστεύει το αίμα στους μίσχους των τριαντάφυλλων, το χειμώνα, με το ήσυχο, σκληρό χιόνι. [...] Καλλιεργώ αυτόν τον κήπο και θυμάμαι και σκέφτομαι. [...] Απ' την κουζίνα μπαίνει Ο φιλικός αχνός του καφέ και του γάλακτος Ενα αίσθημα πλατειάς λευκότητας από στρωμένα κρεββάτια Κι από χέρια παιδιών που φαίνονται διάφανα στον ήλιο. Και τα παπούτσια μου που πάτησαν σε τάφους κ' αίματα και λάσπες και που ανάμεσα στις πρόκες τους κρατούν ακόμη χώματα σάπια φύλλα και κουρέλια από λυμένα χιτώνια τα βλέπω μες στον ίσκιο της κάμαρας σα δυο πλοιάρια που πλέουν αργά σε μια ήσυχη, ανθισμένη λίμνη. [...] Και το ότι διακρίνω κι ονομάζω τα πράγματα, μου δίνει μια γλυ- κειά ευτυχία, κι η ευτυχία μου δίνει την αίσθηση της ελευθερίας μου γιατί μονάχα οι ελεύθεροι μπορούν να διακρίνουν τα χρώματα, τις μυρωδιές, τη σιωπή και τα σχήματα. [...] Τα βουνά είναι γαλάζια κι ο ουρανός γαλάζιος κι ο χρόνος γαλάζιος, κι όσο βαθιά και να κοιτάξεις όλα είναι γαλάζια απ' το βάθος τους. Αυτόν τον Κήπο τώρα καλλιεργώ - γαλάζιος κήπος. Ισως και νάχω αργήσει. Και δε μου φτάνει η μέρα μου ούτε η νύχτα. Βλέπετε, σέβομαι πολύ τη δουλειά μου. Σέβομαι και το χρόνο σας - ο αλληλοσεβασμός μας. Κι ο κήπος μας. Καληνύχτα σας. [Ευαγγελία Ανδριτσάνου] Από την Ανυπόταχτη πολιτεία ΙΙ Η πολιτεία περνάει μέσ' απ' τα φώτα της. Η πολιτεία ανάβει τις φουφούδες της μεσοκαλόκαιρα στις γωνιές των δρόμων. Η πολιτεία μοσκοβολάει ψημένο καλαμπόκι. Α, πολιτεία, πολιτεία, αγαπημένη μου, με τους κεραυνούς σου μυστικά αποθηκευμένους στους υπόνομους κάτου στα υπόγεια, βαθιά-βαθιά, με το χτικιό, με τη φτώχεια, με την τρέλα. Α πολιτεία μου του τίμιου ιδρώτα, η νύχτα σου με το εκδρομικό της σακίδιο στον ώμο της, γυρνώντας απ' την Κυριακή προς τη Δευτέρα, με τις πευκοβε- λόνες στα μαλλιά της και με το κοκκινόχωμα στα χέρια της - Ανυπόταχτη, ανυπότα- χτη, ανυπόταχτη, σπιθίζοντας την οργή σου κάτου απ' τ' άπληστα ρουθούνια των εμπόρων φτιάχνοντας σκάλες με τα δεκανίκια των ανάπηρων για ένα πολύ ψηλό σπίτι για ένα πολύ ψηλό βουνό για έναν πολύ ψηλό ουρανό να φτάσεις το πόμολο του ήλιου και ν' ανοίξεις την πόρτα στον κόσμο. Ακούστε αυτό το τρίξιμο της πόρτας μέσα σ' όλη την έκταση της νύχτας πάνου απ' τους γλόμπους των θυρωρείων, πάνου απ' τις πινακίδες όπου χασμουριούνται τα κλειδιά των απόστρατων. Αχ πολιτεία αλλοπαρμένη με τα ροζιασμένα χέρια σου. Ακούστε αυτό το τρίξιμο της πόρτας. Δυο εργάτες με τις φόρμες τους περνούν πιασμένοι σβέρκο-σβέρκο. Ενα κορίτσι αφήνει χάμου τους κουβάδες του για να μπορέσει να χαμογελάσει. Οι στύλοι του τηλέγραφου δρασκελούν με τα μακριά τους πόδια το σκοτάδι. Ανθρωποι με σκυφτό κεφάλι γυρνούν κοιτάζοντας το χώμα σα να μετράν τη γη και το μάκρος των τάφων και το μάκρος του ίσκιου τους σα να ψάχνουν για το κλειδί του σπιτιού τους και για την καρδιά τους. Ο αγέρας μιας πυρκαγιάς φουσκώνει τα σκισμένα τους πουκάμισα. Α, πολιτεία, πολιτεία. Εχετε δει μια πολιτεία πιο γυμνασμένη στο θυμό και στην πείνα και στον έρωτα; Μια πολιτεία πιο αγαπημένη; [...] Από το Θερινό φροντιστήριο ΤΑ ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ Η βοή της ζέστης στ' απλωμένα σεντόνια. Στα πέδιλα των παιδιών κοχύλια κι' άμμος. Κύλησε απ' τη σκάλα ο κουβάς με το νερό. Μεμιάς αδίσταχτη η θάλασσα αποκρίθηκε. Τίποτα πια δεν μπορείς ν' αναβάλεις. ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ Βιάζονταν πολύ να φιληθούν. Μπήκαν στο σπίτι. Κλείδωσαν. Τις δυο καρέκλες τις άφησαν στον κήπο. Οσο έλειπαν τα πουλιά οικειοποιήθηκαν τις καρέκλες τους, τις έκαναν σκάλες για τα δωμάτιά τους. Οταν βράδιασε, όλα τα κατάπιανε τα φύλλα, χτυπώντας ηδονικά τις γλώσσες τους. Οι δυο καρέκλες περίμεναν ακόμη σα δυο μικρά ικριώματα στο χείλος μιας πράσινης μοναξιάς μπροστά στο φεγγάρι. ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ Τρέξε γοργά, - δεν μπορώ να προσμένω - να μου φέρεις τη σιδερένια πόρτα, το άλογο, το πράσινο σαπούνι, τα πορτοκάλια απ' τον κήπο του δεσπότη. Τα 'δα σήμερα πίσω απ τα κάγκελα, με τη λιακάδα. Φέγγανε, κ' έφεγγε γύρω ο τόπος. Τρέξε γρήγορα - να, το καλάθι. Αν δεν τα φέρεις ανεπρόκοπε, πάει, θα μου πέσει το παιδί που 'χω μες στην κοιλιά από σένανε. Και μην ξεχνάς - το δεύτερο σαπούνι να 'ναι κόκκινο. Από την Οστραβα ΙΙΙ Η Οστραβα το Σαββατόβραδο [...] Πίσω από κάθε πόρτα στέκεται μια καμινάδα, πίσω από κάθε καμινάδα στέκεται το φεγγάρι, ένα λευκό φεγγάρι, σαν ανθρώπινο δέρμα, αχνισμένο από μια ξένη ανάσα˙ το φεγγάρι είναι συχνά μια στρογγυλή, μικρή οθόνη του παλιού, βωβού κινηματογράφου μέσα σ' αυτή τη χιλιολερωμένη αίθουσα του Ιουλίου˙ σ' αυτή την οθόνη προβάλλονται παλιές σκηνές από γυναίκες μεθυσμένες, τραπέζια, καρέκλες, λάμπες, ποτήρια, ένας κουρέας που τρέχει κυνηγώντας με το ξυράφι του μια φυσα-λίδα σαπουνιού, ένα μονότροχο ποδήλατο, ένας χαρτονένιος δίσκος με γλυκά που πέφτει απ το παράθυρο, το καπέλο, το μπαστούνι, τα μεγάλα παπούτσια του Σαρλώ, (χωρίς τον Σαρλώ), που χάνονται στο βάθος της δεντροστοιχίας, πέρα, πέρα - άγρια μυώδη μπράτσα, τετράγωνες πλάτες, εργαλεία, βαγονέτα με κάρβουνο, μια σιωπηλή ντουφεκιά, το συνοικιακό οδοντοϊατρείο του παρελθόντος μ' έναν ξεβαμμένο πάγκο κ' ένα μικρό άσπρο σκυλί κοιμισμένο ανάμεσα στους μπροστινούς τροχούς ενός φορτηγού αυτοκινήτου- Σε λίγο ακούστηκε η βαριά ατμομηχανή λαχανιασμένη, το τραίνο σφύριξε, σέρνοντας πίσω του τη μακριά, βροντερή αλυσίδα της βδομάδας, και, παρόλο που διόλου δεν ακούστηκε μεσ' στην ταβέρνα, ωστόσο τα ποτήρια θάμπωσαν απ' το χνώτο ενός άγνωστου ταξιδιού πάντοτε αναβλημένου. Εξω είχε μείνει ολομόναχος ο δρόμος, σχεδόν μαλακός και μακρύς σαν παιδική ανάρρωση μετά την ελονοσία, κι' αν κάποιος, εκείνη την ώρα ακριβώς, μπορούσε να 'ταν έξω θα 'βλεπε το φεγγάρι που 'χε μεταμορφωθεί σ' ένα γυάλινο θάλαμο τηλεφώνου - εκεί μέσα κάποιος μιλάει - τον βλέπεις - δεν ακούς τη φωνή του - είσαι ο ωτακουστής της σιωπής, μιας ξένης γλώσσας, του εαυτού σου, κι' άξαφνα τα πάντα γίνονται άγνωστα, μακρινά, ανεξήγητα, αδιάφορα, ανεξάντλητα, δικά σου, το σπασμένο τζάμι στο πεζοδρόμιο, το σκουριασμένο καρφί στον τοίχο, η νεκρώσιμη αγγελία κολλημένη στην πόρτα του ξυλουργείου, το άδειο κουτί τα σπίρτα, το κουμπί απ' το στηθόδεσμο της γυναίκας, το αριστερό σου χέρι, ο θάνατος, η αθανασία, η ελευθερία, η αυριανή Κυριακή, το φεγγάρι, τα ποιήματα - ανύπαρκτα, ανεξάντλητα, δικά σου, μην ξέροντας ποιος είσαι και ποιος είναι - πού; γιατί; και πότε; - όπως εκείνο το γραμματοκιβώτιο της έρημης πλατείας με την ξύλινη καρτερία του, διαθέσιμο για όλα τα γράμματα, για όλες τις χώρες, για όλες τις γλώσσες, αν και κανείς αυτή την ώρα δεν έρχεται να ρίξει ένα γράμμα κι ούτε που σκέφτεται κανείς μιαν αλληλογραφία με τους ζων-τανούς ή με τους πεθαμένους. Από το Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας - φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα. Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ' αλέτρι καπνίζει μια μιρκή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες. Κάτω απ' τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο. Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο. Πώς έγινε και μ' ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ' ανώφλια είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ' τα κεριά του Πάσχα - μικροί-μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι γυρίζοντας απ' την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ' το ξερό πηγάδι βγαίνουν τ' αγάλματα προσεχτικά κι' ανεβαίνουν στα δέντρα. Από τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας 12. ΛΙΓΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ' αλάτι σκυφτά πολύ, πικρά πολύ - το πέλαο δεν το βλέπουν. Κ' ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει στο γαλάζιο κι' απ' το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ' τον καημό του. 14. ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ Το παλληκάρι που 'πεσε μ' ορθή την κεφαλή του δεν το σκεπάζει η γης ογρή, σκουλήκι δεν τ' αγγίζει - Φτερό στη ράχη του ο σταυρός κι' όλο χυμάει τ' αψήλου και σμίγει τους τρανούς αϊτούς και τους χρυσούς αγγέλους. Από το Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα ΣΗΜΑΤΑ Αργότερα τ' αγάλματα κρυφτήκαν ολότελα απ' τ' αγριόχορτα. Δεν ξέραμε αν τ' αγάλματα μίκρυναν ή αν ψήλωσαν τα χόρτα. Μονάχα ένα μεγάλο χάλκινο χέρι διακρίνονταν πάνω απ' τα σκοίνα σε σχήμα ανάρμοστης, τρομερής ευλογίας. Οι ξυλοκόποι περνούσαν απ' τον κάτω δρόμο - δε στρέφαν καθόλου το κεφάλι. Οι γυναίκες δεν πλαγιάζαν με τους άντρες τους. Τις νύχτες ακούγαμε που πέφταν ένα-ένα τα μήλα στο ποτάμι˙ κ' ύστερα τ' αστέρια που πριονίζαν ήσυχα κείνο το χάλκινο, υψωμένο χέρι. [Μαίρη Αλεξοπούλου] Από τον Ορέστη Ακου, - δεν έπαψε ακόμη, δεν κουράστηκε. Ανυπόφορη, μέσα σ' αυτή τη νύχτα την ελληνική - τόσο ζεστή, τόσο γαλήνια, τόσο ανεξάρτητη από μάς κι αδιάφορη, επιτρέποντάς μας μιαν άνεση - να 'μαστε μέσα της, να την κοιτάμε απ' τα μέσα κι από μακριά ταυτόχρονα να βλέπουμε τη νύχτα γυμνοί ως τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων της, ως τις ελάχιστες φρικιάσεις τού μαύρου δέρματός της. Πώς να γινότανε να μέναμε ανεξάρτητοι κ' εμείς, με την ωραία χαρά τής αδιαφορίας, της ανεξιθρησκίας, πέρα απ' τα πάντα, μέσα στα πάντα, μέσα μας - μόνοι, ενωμένοι, αδέσμευτοι, δίχως συγκρίσεις, ανταγωνισμούς, ελέγχους, δίχως να μας μετράει ή όποια αναμονή κι απαίτηση των άλλων. Ετσι μόνο να βλέπω το λουρί τού σανδάλου σου, που μου χωρίζει το μεγάλο σου δάχτυλο, το άμεμπτο, προς μια δική μου θέση, προς ένα χώρο μυστικό, δικό μου, πλάι στις ροδοδάφνες, και τ' ασημένια φύλλα τής νύχτας να πέφτουν στον ώμο σου κι ο ήχος τής κρήνης να περνάει ανεπαίσθητα κάτω απ' τα νύχια μας. Ακου την, - η φωνή της τη σκεπάζει σα βαθύβουος θόλος κ' είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή της σα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και χτυπάει την καμπάνα, ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο η άσπιλη ερημιά των βράχων και κάτω η ταπεινή ησυχία τού κάμπου, υπογραμμίζοντας αυτή την αδικαίωτη παραφορά, που γύρω της σαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ' αναρίθμητα αστέρια με το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης ουράς τους. Από τη Σονάτα του σεληνόφωτος Τούτο το σπίτι, παρ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει. Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του να ζει απ' τους νεκρούς του να ζει απ' τη βεβαιότητα του θανάτου του και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ' ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια. Αφησε με να έρθω μαζί σου. Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς, είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλυτη, κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης, κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου. Εξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, - η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, - κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ' αυτόν ή τον άλλον καθρέφτη, πίσω απ' την σκόνη και τις ραγισματιές, διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου, το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο. Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο σαν κυκλικό ξυράφι πώς να το φέρω στα χείλη μου; όσο κι αν διψώ, - πως να το φέρω; - Βλέπεις; έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε, αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δεν λείπω. Αφησέ με να έρθω μαζί σου... Φορές-φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση πως έξω απ' τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με τη γριά βαρειά του αρκούδα με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξω μ' όλο που πίσω απ' τους τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της, μην ξέροντας για πού και γιατί έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς, και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση, την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της, την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου έστω κι ενός αργού θανάτου την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ τη σκλαβιά της. Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι; Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της, χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της στις πενταροδεκάρες που της ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά (ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα) και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ. Αφησέ με να έρθω μαζί σου... Ομιλητής Προλετάριος Εκανε να μιλήσει˙ κόμπιασε˙ ξανάπε τα ίδια˙ σταμάτησε. «Αυτό ήταν», είπε κι ακούμπησε το χέρι του στο τραπέζι. Το χέρι του, στέρεο, καθάριο περίγραμμα, ήταν ένα φαρδύ μυστρί. Μπορούσαμε να εμπιστευθούμε στα λόγια που δεν είπε και στα χέρια του. Εξω απ' την κάμαρα κατέβαινε βουίζοντας το φως. Στοιχεία Ταυτότητος Xρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903 π.X. - εξίσου πιθανόν το 903 μ.X. Eσπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη Σχολή του Aγώνα. Eπάγγελμά μου: λόγια και λόγια, =- τι να 'κανα; Pακοσυλλέκτη με είπαν. Kαι τώντι. Σύναξα ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ' τα κα- πέλα της υπόγειας Kόρης, κουμπιά από χλαίνες στρατιωτών, ένα κράνος, δυο φθαρμένα σαντάλια, μάζεψα ακόμη δυο σπιρτόκουτα και την καπνοσα- κούλα του Mεγάλου Tυφλού. Στο Ληξιαρχείο, τα τελευταία χρόνια, μού δωσαν την πλέον απίθανη χρονολογία της γέννησής μου: 1909. Bολεύτηκα μ' αυτήν, και μένω. Tέλος, το 3909 κάθισα στο σκαμνί μου να καπνίσω ένα τσι- γάρο. Tότε κατάφτασαν οι κόλακες˙ με προσκυνούσαν˙ μου περ- νούσαν στα δάχτυλα λαμπρά δαχτυλίδια. Oι ανίδεοι δεν ξέραν πως τα 'χα φτιάξει εγώ με τ' άδεια τους φυσίγγια που 'χαν μείνει στους λόφους. Γι' αυτό ακριβώς, για την ωραία τους άγνοια, τους αντάμειψα πλούσια με αληθινά πετράδια και διπλάσιες κολακείες. Πάντως το μόνο σίγουρο: τόπος της γέννησής μου: η Ακρα Mινώα. [Νέλλη Μπουραντάνη] Γυμνὸ σῶμα Ι. Εἶπε: ψηφίζω τὸ γαλάζιο. Ἐγὼ τὸ κόκκινο. Κι ἐγώ. Τὸ σῶμα σου ὡραῖο Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο. Χάθηκα στὸ ἀπέραντο. Διαστολὴ τῆς νύχτας. Διαστολὴ τοῦ σώματος. Συστολὴ τῆς ψυχῆς. Ὅσο ἀπομακρύνεσαι Σὲ πλησιάζω. Ἕνα ἄστρο ἔκαψε τὸ σπίτι μου. Οἱ νύχτες μὲ στενεύουν στὴν ἀπουσία σου. Σὲ ἀναπνέω. Ἡ γλῶσσα μου στὸ στόμα σου ἡ γλῶσσα σου στὸ στόμα μου- σκοτεινὸ δάσος. Οἱ ξυλοκόποι χάθηκαν καὶ τὰ πουλιά. Ὅπου βρίσκεσαι ὑπάρχω. Τὰ χείλη μου περιτρέχουν τ᾿ ἀφτί σου. Τόσο μικρὸ καὶ τρυφερὸ πῶς χωράει ὅλη τὴ μουσική; Ἡδονή- πέρα ἀπ᾿ τὴ γέννηση, πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατο. Τελικὸ κι αἰώνιο παρόν. Ἀγγίζω τὰ δάχτυλα τῶν ποδιῶν σου. Τί ἀναρίθμητος ὀ κόσμος. Μέσα σε λίγες νύχτες πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει ὅλος ὁ κόσμος; Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα. Ἑνώνεται. Τώρα μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου κι ὁ σφυγμός μου. Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε. Ἕνας αἰῶνας κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα. Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα ἀφοῦ λείπεις; Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος εἶμαι. Εἶμαι γιὰ σένα. Από το Ονειρο καλοκαιρινού μεσημεριού Χτὲς βράδυ δὲν κοιμήθηκαν καθόλου τὰ παιδιά. Εἴχανε κλείσει ἕνα σωρὸ τζιτζίκια στὸ κουτὶ τῶν μολυβιῶν, καὶ τὰ τζιτζίκια τραγουδοῦσαν κάτου ἀπ' τὸ προσκεφάλι τους ἕνα τραγούδι ποὺ τὸ ξέραν τὰ παιδιὰ ἀπὸ πάντα καὶ τὸ ξεχνοῦσαν μὲ τὸν ἥλιο. Χρυσὰ βατράχια κάθονταν στὶς ἄκρες τῶν ποδιῶν χωρὶς νὰ βλέπουν στὰ νερὰ τὴ σκιά τους. κι ἤτανε σὰν ἀγάλματα μικρὰ τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς γαλήνης. Τότε τὸ φεγγάρι σκόνταψε στὶς ἰτιὲς κι ἔπεσε στὸ πυκνὸ χορτάρι. Μεγάλο σούσουρο ἔγινε στὰ φύλλα. Τρέξανε τὰ παιδιά, πῆραν στὰ παχουλά τους χέρια τὸ φεγγάρι κι ὅλη τη νύχτα παίζανε στὸν κάμπο. Τώρα τὰ χέρια τους εἶναι χρυσά, τὰ πόδια τους χρυσά, κι ὅπου πατοῦν ἀφήνουνε κάτι μικρὰ φεγγάρια στὸ νοτισμένο χῶμα. Μά, εὐτυχῶς, οἱ μεγάλοι ποὺ ξέρουν πολλά, δὲν καλοβλέπουν. Μονάχα οἱ μάνες κάτι ὑποψιάστηκαν. Γι᾿ αὐτὸ τὰ παιδιὰ κρύβουνε τὰ χρυσωμένα χέρια τους στὶς ἄδειες τσέπες, μὴν τὰ μαλώσει ἡ μάνα τους ποὺ ὅλη τη νύχτα παίζανε κρυφὰ μὲ τὸ φεγγάρι. [Ανέστης Μεληδώνης] Από την Εαρινή Συμφωνία Ι Θ' αφήσω τη λευκή χιονισμένη κορυφή που ζέσταινε μ' ένα γυμνό χαμόγελο την απέραντη μόνωσή μου. Θα τινάξω απ' τους ώμους μου τη χρυσή τέφρα των άστρων καθώς τα σπουργίτια τινάζουν το χιόνι απ' τα φτερά τους. Ετσι σεμνός ανθρώπινος ακέριος έτσι πασίχαρος κι αθώος θα περάσω κάτω απ' τις ανθισμένες ακακίες των χαδιών σου και θα ραμφίσω το πάμφωτο τζάμι του αέρος. Θα 'μαι το γλυκό παιδί που χαμογελάει στα πράγματα και στον εαυτό του χωρίς δισταγμό και προφύλαξη. Σα να μη γνώρισα τα χλωμά μέτωπα των χειμωνιάτικων δειλινών τις λάμπες των άδειων σπιτιών και τους μοναχικούς διαβάτες κάτω απ' τη σελήνη του Αυγούστου. Ενα παιδί. Από τις Παρενθέσεις ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ Εσύ δε θα μου πεις ευχαριστώ, όπως δε λες ευχαριστώ στους χτύπους της καρδιάς σου που σμιλεύουν το πρόσωπο της ζωής σου. Ομως εγώ θα σου λέω ευχαριστώ γιατί γνωρίζω τι σου οφείλω. Αυτό το ευχαριστώ είναι το τραγούδι μου. Από τις Ασκήσεις ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣ Εβγαλαν το αλέτρι στο χωράφι˙ έφεραν το χωράφι στο σπίτι, - μια ατέλειωτη ανταλλαγή διαμόρφωνε τη σημασία των πραγμάτων. Η γυναίκα άλλαξε θέση με το χελιδόνι, κάθισε στη χελιδονοωλιά της στέγης και κελάηδησε. Το χελιδόνι κάθισε στον αργαλειό της κι ύφαινε άστρα, πουλιά, ψάρια, λουλούδια κι ανεμότρατες. Αν ήξερες τι ωραίο πού' ναι το στόμα σου, θα με φιλούσες μες στα μάτια να μη βλέπω. Από τη Γραφή τυφλού ΥΑΛΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΥΤΡΟΥ Πως είχε πυκνώσει ο αέρας απ' τις μυρωδιές των μύρτων κι απ' τους πρησμένους ατμούς. Κι αυτός, κλεισμένος κιόλας μέσα στο δίχτυ, βλέποντας ψηλά το παράθυρο. Στο θαμπό τζάμι σχεδιασμένο το λευκό καμπαναριό. Το σκοινί της καμπάνας, πιθανόν κρατημένο απ' το μεγάλο αόρατο χέρι, δονήθηκε άξαφνα κι αντήχησε δοξαστικός ο άτμητος ήχος ανάμεσα στις λάμψεις των σπαθιών και στα σπασμένα κατάρτια απ' τα καράβια της επιστροφής. Το ξέρεις - ψιθύρισε - εκείνο που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου. Από τα 3Χ111 Τρίστιχα (ΣΕΙΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ) 43. Οι ποιητές, μετά το ποίημα, (όπως, μετά την πυρκαγιά, οι πυροσβέστες) βγάζουν τα κράνη τους. [Βασίλης Ρούβαλης] Φεύγοντας απ τη Μονοβασιά Πανάρχαιες ελιές, κούφιοι κορμοί συστραμμένοι˙ το δύστυχο σταχτί˙ το καπνισμένο κίτρινο˙ ίσκιοι των σύννεφων στους απέναντι λόφους. Έρχεται υπάκουο το μακρινό, σε κοιτάει απ το πλάι˙ ξεχνάς εκείνο που θελες να του ζητήσεις ˙ το χέρι σου αφηρημένο περπατά στη μαλακιά ράχη του ζώου. Ήταν αυτό; Και τι ήταν; Αντεστραμμένος χρόνος; Οι γριές τυλίγουνε τα πόδια τους μ εφημερίδες, τα δένουνε με σπάγκους. Προφυλάξεις, προφυλάξεις, - Ω, σιωπηλή διάρκεια˙ καθόμαστε χάμου στο χώμα μ ένα καλάθι φραγκόσυκα, με το να παπούτσι του δρομέα, - κι αυτή η επίμονη γυναίκα, η αποστεωμένη, η άγρια, κάτω απ το δέντρο, μες στην πεισμωμένη λάμψη, κρατώντας στα δυο χέρια της το απαρηγόρητο βρέφος. Τότε ακριβώς ήταν που μάθαμε πως τίποτα δεν είχε χαθεί. Οι ρίζες Εδώ ριζώσαμε. Απ αυτό το μπαλκόνι πρωτοκοίταξες τη θάλασσα ανάμεσα σε δύο ήλιους πρωινούς ο ένας τριανταφυλλένιος, ο άλλος μαύρος˙ - είχες ένα μικρό καθρέφτη στην τσέπη σου, μια χτένα, ένα μαντίλι, στην πλάτη σου το απόκρημνο του βράχου ξεδιπλώνοντας το ζεσταμένο μέτρο του ύψους˙ μύριζε το θυμάρι κι η σκουριά στα μάνταλα του Λοιμοκαθαρτήριου. Οταν μπήκες ξανά μες στο σπίτι τα δωμάτια ήταν κατασκότεινα, καθηλωμένα, διάτρητα από πράσινες βούλες˙ τα ποτήρια είχα αλλάξει θέση˙ το πιάνο διατηρούσε την προηγούμενη νύχτα των νεκρών κι ένα ρόδο˙ η μικρότερη υπηρέτρια συνωμοτούσε κιόλας με τις πέτρες˙ οι λέξεις ρυθμίζονταν πριν απ' το νόημά τους και πολύ πιο πέρα. Υστερα μάθαμε πως ταξιδεύουν και οι ρίζες κάτω απ το βράχο ή και μαζί με το βράχο˙ το ίδιο παράθυρο το συναντήσαμε στην Κνωσό, στο Μιστρά, στις Μυκήνες, στη Θήβα˙ το πλατύ φύλλο της συκιάς στο ίδιο σώμα και στο δεύτερο άγαλμα, όταν ανέβαιναν τη μαρμάρινη σκάλα οι ωραίες ορθομέτωπες κόρες με το μακρύ ξεδιπλωμένο πέπλο το ολοκέντητο με άλογα, με θεούς, με καλάθια˙ - της μιας το σαντάλι έμεινε χάμω˙ δεν έσκυψε να το σηκώσει˙ δεν άφησε το πέπλο˙ βάδισε ώς το ναό κουτσαίνοντας αδιόρατα. Το βάδισμά της εκείνο ήταν αυτό που έχει περάσει αναλλοίωτο μέσα σ' όλο το χρόνο μαζί με το δικό σου βλέμμα το ίδιο εκστατικό και λυπημένο όσο και οι ρίζες. Γεωγραφικές καταβολές Κάθετος βράχος, - όλη μέρα να πίνει το λιοπύρι, να το κρατάει στα σπλάχνα του κατάντικρυ στο πέλαγο, κι εσύ με την πλάτη ακουμπισμένη στο βράχο, με το στήθος ολάνοιχτο στη θάλασσα, - μισός φωτιά, μισός δροσιά, κομμένος εγκάρσια, διπλός, σ έναν αγώνα μόνο να σμίξεις το νερό με την πέτρα. Στα μαλλιά σου κιόλας η φτέρη φυτρωμένη, καμένη απ' τον ήλιο. Ενα πουλί στάθηκε εκεί κάτι είπε διφορούμενο. Στις θηλές σου το μέγα δροσερό χέρι της θάλασσας. Α, ηδονή του δύο και του ένα, ανεπαρκής αυτάρκεια. Στις τσουκνίδες βρήκα την παιδική σφεντόνα και το κουμπί του αργοναύτη. Κι ύστερα η νύχτα, η πιο μεγάλη, αγιασμένη απ τ άστρα. Μέσ' απ' τη σκουριά Ηταν η στέρηση, τ' αγκάθια, οι πέτρες, το πηγάδι. Νερό αλμυρό - και πού να ξεδιψάσεις. Η αλμύρα να δείχνει τα βαθιά της δίψας, να δείχνει, να μετράει το αμέτρητο της θάλασσας, - παράθυρα, μπαλκόνια, μαντίλια αποχαιρετισμών για τις μεγάλες συναντήσεις του άλλου καιρού, πιο κει απ το θάνατο, πολύ πιο κει. Στην πλατεία τ' αρχαίο κανόνι φαγωμένο απ' το χρόνο και τ' αλάτι˙ το ίδιο τα μάνταλα και τα κλειδιά των ναών. Η σκουριά έχει το μέγα μερτικό της. Από δω έχει ξεπηδήσει τ' ωραίο παιδί με το κλουβί και το φανάρι˙ με τον ένα κυνόδοντα προεξέχοντα σ' έκφραση αμηχανίας ή πιθανόν και σαρκασμού. Το βλέμμα του πάντα στυλωμένο (κι όταν κοιτάει αλλού) στο φτερωτό λιοντάρι σκαλισμένο στο στόμιο της δεξαμενής και πάνω στην πύλη. Το παιδί τούτο που τη μεγάλη Ανάσταση ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει. Θυμήματα Τα παιδικά σου χρόνια σε περίμεναν σε ξεχασμένες γωνίες, σε κτίρια κατεδαφισμένα, σε βυζαντινές καμάρες, - εκεί 'ταν το κουρείο˙ εκεί το τσαγκαράδικο˙ εκεί θα πρέπει να 'ταν το ιχθυοπωλείο μοιάζει το πέτρινο πεζούλι. Η γυναίκα με τα πολύ μακριά μαλλιά την είχε κλέψει ο ταχυδρόμος διανομέας˙ ύστερα πέθανε. Εβρεχε. Τα τέσσερα παιδιά είχαν κλειστεί στ' άλλο δωμάτιο. Κρατούσαν την παλιά θαλασσιά κασετίνα. Δεν είχαμε περισσότερο χρόνο απανωτά γεγονότα, πόλεμοι και πόλεμοι, ξενιτεμοί, βιβλία, οι μισοτελειωμένες μνήμες, οι έρωτες, το κλεισμένο πηγάδι˙ ο εφημέριος παρέλειψε ονόματα ποιος τα θυμάται; Αργότερα το ίδιο παιδί, σε χρόνια δίσεχτα, να κουβαλάει νερό μ' ένα καλάθι κι ο παιδεμός της μεγάλης ερημιάς στο λιοφρυγμένα καραούλια. [Πόλυ Κρημνιώτη] «Η ποίηση δεν έχει άλλο συμπαραστάτη της από την ποίηση» Από την Εαρινή Συμφωνία Δε μας νοιαζει τι θα αφήσει το φιλί μας μέσα στο χρόνο και στο σκοτάδι Αγγίξαμε το μέγα άσκοπο που δε ζητά το σκοπό του. Ο Θεός πραγματοποιεί τον εαυτό του στο φιλί μας περήφανοι εκτελούμε την εντολή του απείρου. Ένα μικρό παράθυρο βλέπει τον κόσμο Ένα σπουργίτι λέει στον ουρανό Σώπα Στην κόγχη των χειλιών μας εδρεύει το απόλυτο. Σωπαίνουμε κι ακούμε μες στο γαλάζιο βράδι την ανάσα της θάλασσας καθώς το στήθος του κοριτσιού ευτυχισμένου που δε μπορεί να χωρέσει την ευτυχία του. Ενα άστρο έπεσε Είδες; Σιωπή Κλείσε τα μάτια. Από τη Σονάτα του Σεληνόφωτος Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου... Περίπου Παράταιρα πράγματα παίρνει στα χέρια του μια πένα, ένα σπασμένο κεραμίδι, δυο καμένα σπίρτα, το σκουριασμένο καρφί στον απέναντι τοίχο, το φύλλο που μπήκε απ το παράθυρο, τις στάλες που πέφτουν απ τις ποτισμένες γλάστρες, τ' άχυρο εκείνο που 'φερε χτες ο αέρας στα μαλλιά σου, - τα παίρνει κι εκεί στην αυλή του χτίζει περίπου ένα δέντρο. Σ' αυτό το «περίπου» κάθεται η ποίηση. Τη βλέπεις; Και το ποίημα Τι ωραία πού ανηφορίζουν τα δέντρα στους λόφους. Ο Μάης πρασίνισε τον τόπο. Πίσω απ' τα δέντρα τ' άσπρα σπιτάκια κουβεντιάζουν μεταξύ τους κάτι άσπρο και ήσυχο - αφίξεις πλοίων, αφίξεις παραθεριστών, πουλιών, ερώτων. «Κι εγώ, - είπε - εγώ φεύγω, εγώ φεύγω». Και το ποίημα έχει το στόμα του κλεισμένο μ' έναν κέρινο σταυρό. [Σταμάτης Πολενάκης] Μεγάλη δυσκολία το πλάσιμο των θετικών ηρώων- όταν αφήσουν χάμου τις σημαίες δεν ξέρουν πια τι να κάνουν τα χέρια τους ούτε κι εμείς- καλύτερα λοιπόν καθόλου να μη γίνουν τ' αποκαλυπτήρια αυτού του αγάλματος και του ποιήματος αυτού. Ο ΠΙΚΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ Γέροι και γέροι, με τη μεγάλη αργόπρεπη πανσέληνο, με τους ψηλούς φανοστάτες πλάι στη θάλασσα. Να φύγουν δε θα 'ταν ίσως δύσκολο αν κάποιος τούς ρωτούσε, αν κάποιος τούς κρατούσε να φορέσουν το παλτό τους, αν ένα παιδί στεκόταν λίγο πλάι τους να κοιτάξει μαζί τους το πλοίο που απομακρύνεται με το ήσυχα φώτα του. Οι νέοι αλλού συχνάζουν˙ θορυβούν σε κόκκινα ημίφωτα˙ δεν ξέρουν το χάρισμα της ίδιας τους της νεότητας, όταν η ωραία γυναίκα πέφτει απ' τον έβδομο όροφο στον κήπο, ντυμένη μονάχα την άσπρη νυχτικιά της ολοκέντητη με μωβ πανσέδες. ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ Αυτός με τη γεύση του ταξιδιού πάντοτε αυτός ο αταξίδευτος, ο μόνος, ο ήσυχος, δίπλα στη θάλασσα τ' απόγευμα, κάτω απ' το φανοστάτη, αυτός μ' ένα μικρό ποίημα στο τέλος-τέλος σαν ένα πλοίο τυπωμένο σ' ένα γραμματόσημο, σφραγισμένο με μια δυσανάγνωστη σφραγίδα,- δε λέω γι' αυτόν,- για το ποίημα λέω, ή μάλλον για το τέλος του ποιήματος, γενικά για το τέλος. Από τα Χάρτινα Το ποίημα είναι τ' αρνητικό της σιωπής, Μια μέρα μέσα στο οξύ των λέξεων εμφανίζεται το πρόσωπο της. Τα μάτια της διόλου κλαμένα. Τα τρία διαμάντια ασάλευτα απαστράπτοντα καρφωμένα στο στήθος της. Από το Διάδρομος και σκάλα ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ; Ολα γερνάνε, παλιώνουν, αχρηστεύονται - είπε- παράνομοι καπνοί, κλεισμένες κάμαρες, σημαίες, σκοτωμένοι, προκηρύξεις, αγάλματα- η άσπρη κουρτίνα κιτρίνισε, ο καθρέφτης γδάρθηκε μαζί με το πρόσωπο, στ' όμορφο φόρεμα που φορούσες κείνη τη νύχτα εγκαταστάθηκε ο σκόρος, το καφενείο της γωνιάς έκλεισε, το μπαλκόνι έπεσε μπρούμυτα στις τσουκνίδες, τ' άγαλμα του κήπου χωρίς φαλλό- τι χρειάζεται, λοιπόν, η λύπη, τι χρειάζεται το μίσος, η ελευθερία, η έλλειψη ελευθερίας, τ' ασημένια κουταλάκια, η αποταμίευση, η χρυσή μασέλα της νεκρής, ο ήλιος, τα δυο κηροπήγια στο τραπέζι, οι ασπιρίνες, τι χρειάζονται ο έρωτας κι η ποίηση; Είχε λιακάδα τότε -Ιούλιος μήνας- δίπλωναν το ψωμί στην πετσέτα, το πλοιάριο έφευγε, έκαιγαν οι εφημερίδες σ' ένα ψάθινο καπέλο καταμεσής στο νερό. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου