Εκδηλώσεις για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης
Πολλές
εκδηλώσεις θα πραγματοποιηθούν από το απόγευμα τόσο στην Αθήνα όσο και
σε άλλες μεγάλες ελληνικές πόλεις με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.
Πόσοι, όμως, διαβάζουν όντως ποίηση στα χρόνια μας;
Αν εξαιρέσουμε κάποιες ομάδες αφοσιωμένων αναγνωστών (ανάμεσά τους και αρκετοί νέοι), το ενδιαφέρον παραμένει εξαιρετικά περιορισμένο.
Ίσως, μεταξύ άλλων, επειδή δεν υπάρχει η ενδεδειγμένη υποστήριξη από τη μεριά της εκπαίδευσης. Τι συμβαίνει, για παράδειγμα, με την ποίηση στο δημοτικό σχολείο;
Ποια ακριβώς είναι η τύχη της στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, που παίζει καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση των αναγνωστικών συνηθειών;
«Στο δημοτικό μπαίνουν τα θεμέλια για τη σχέση των μαθητών με το βιβλίο και τη λογοτεχνία γενικότερα», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Βενετία Αποστολίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ: «Παρόλα αυτά η λογοτεχνία δεν κατέχει περίοπτη θέση στο δημοτικό.
Κάποιοι δάσκαλοι προτιμούν να μην τη διδάξουν καν, κάποιοι άλλοι αν τη διδάξουν, θα προτιμήσουν την πεζογραφία και μόνο λίγοι θα διαλέξουν την ποίηση – κι αυτοί πάλι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να παραμείνουν στα κείμενα του ανθολογίου, τα οποία δεν είναι υποχρεωτικό να διδάσκονται για πάνω από μία φορά ανά τρεις εβδομάδες.
Βεβαίως υπάρχουν και εκείνοι που ενδιαφέρονται πραγματικά για την ποίηση, φέρνοντας μέσα στις διδακτικές αίθουσες και κείμενα εκτός ανθολογίου, ή διοργανώνοντας μια σειρά από δράσεις που μπορεί να κινητοποιήσουν την προσοχή των παιδιών».
Όλα αυτά τα παρατηρούμε σήμερα ή αποτελούν χαρακτηριστικό της αντίληψης που είχε για την ποίηση η δημοτική εκπαίδευση και σε παλαιότερες εποχές;
«Η ποίηση που διδασκόταν στο δημοτικό ήταν πάντοτε μια ποίηση ευκολονόητη, ρυθμική, κάποτε ακόμα και απλοϊκή», απαντά η Β. Αποστολίδου:
«Στις ημέρες μας τα πράγματα μοιάζουν, σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις, καλύτερα. Υπάρχουν δάσκαλοι που επιλέγουν και μοντέρνους ποιητές, όπως τον Ρίτσο, τον Ελύτη και τον Σεφέρη.
Το βασικό, όμως, θέμα είναι άλλο: να σκεφτούμε μέσω ποιων διδακτικών μεθόδων έρχονται σε επαφή με τη λογοτεχνία και ειδικότερα με την ποίηση τα παιδιά.
Ο παραδοσιακός τρόπος ήταν να επιμείνει ο δάσκαλος στη σημασία των λέξεων και στο βάρος του νοήματος, κάτι που κρατάει σε απόσταση τον μαθητή και δεν ενθαρρύνει την ενεργό συμμετοχή του στη διαδικασία της ερμηνείας και της ανάγνωσης.
Τα τελευταία, ωστόσο, χρόνια το καθεστώς αυτό έχει πάψει να ισχύει καθ’ ολοκληρίαν.
Όσοι δάσκαλοι θέλουν να πλησιάσουν τα παιδιά και να δουλέψουν με την ενίσχυση της φιλαναγνωσίας τους, αναδεικνύουν κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας άλλα στοιχεία του ποιήματος: τον ρυθμό και τον ήχο του, τα λεκτικά του παιχνίδια, τη δυνατότητά του να μελοποιηθεί και να οπτικοποιηθεί.
Στόχος εδώ είναι να γίνονται οι διδακτικές επιλογές με μεγαλύτερη χαλαρότητα και ελευθερία, με κριτήριο όχι το τι πρέπει να αναλύσουν και να απομνημονεύσουν οι μαθητές, αλλά ποια είναι αυτά που τους αρέσουν και τα συγκινούν.
Σε ένα πλαίσιο σαν κι αυτό ο δάσκαλος επιδιώκει να εκμαιεύσει από τους μαθητές τα ενδιαφέροντά τους χωρίς να προσπαθήσει να τα ποδηγετήσει και να τα καθοδηγήσει».
Πώς είναι δυνατόν να περάσουν όλα αυτά στην πράξη;
«Οι τρόποι είναι πολλοί», λέει η Β. Αποστολίδου:
«Τα ποιήματα μπορεί να γίνουν θέατρο και τραγούδι, να κατανοηθούν μέσω διαφόρων εικόνων ή να εμπνεύσουν στους μαθητές κάποια ζωγραφικά σχέδια».
Το ζήτημα συμπερασματικά είναι το πώς θα κατορθώσει ο δάσκαλος να μην αποξενώσει τον μαθητή από τη λογοτεχνία, το πώς θα καταφέρει να μην προκαλέσει τη βαρεμάρα και το χασμουρητό του.
Αργεί ασφαλώς η ημέρα που τα παιδιά του δημοτικού, αλλά και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα μπορούν εν πλήρει ελευθερία να προσέλθουν στην ποίηση. Αν μη τι άλλο, όμως, έστω και περιορισμένα ή επιλεκτικά, ο δρόμος προς μια τέτοια κατεύθυνση έχει ανοίξει.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Αν εξαιρέσουμε κάποιες ομάδες αφοσιωμένων αναγνωστών (ανάμεσά τους και αρκετοί νέοι), το ενδιαφέρον παραμένει εξαιρετικά περιορισμένο.
Ίσως, μεταξύ άλλων, επειδή δεν υπάρχει η ενδεδειγμένη υποστήριξη από τη μεριά της εκπαίδευσης. Τι συμβαίνει, για παράδειγμα, με την ποίηση στο δημοτικό σχολείο;
Ποια ακριβώς είναι η τύχη της στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, που παίζει καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση των αναγνωστικών συνηθειών;
«Στο δημοτικό μπαίνουν τα θεμέλια για τη σχέση των μαθητών με το βιβλίο και τη λογοτεχνία γενικότερα», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Βενετία Αποστολίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ: «Παρόλα αυτά η λογοτεχνία δεν κατέχει περίοπτη θέση στο δημοτικό.
Κάποιοι δάσκαλοι προτιμούν να μην τη διδάξουν καν, κάποιοι άλλοι αν τη διδάξουν, θα προτιμήσουν την πεζογραφία και μόνο λίγοι θα διαλέξουν την ποίηση – κι αυτοί πάλι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να παραμείνουν στα κείμενα του ανθολογίου, τα οποία δεν είναι υποχρεωτικό να διδάσκονται για πάνω από μία φορά ανά τρεις εβδομάδες.
Βεβαίως υπάρχουν και εκείνοι που ενδιαφέρονται πραγματικά για την ποίηση, φέρνοντας μέσα στις διδακτικές αίθουσες και κείμενα εκτός ανθολογίου, ή διοργανώνοντας μια σειρά από δράσεις που μπορεί να κινητοποιήσουν την προσοχή των παιδιών».
Όλα αυτά τα παρατηρούμε σήμερα ή αποτελούν χαρακτηριστικό της αντίληψης που είχε για την ποίηση η δημοτική εκπαίδευση και σε παλαιότερες εποχές;
«Η ποίηση που διδασκόταν στο δημοτικό ήταν πάντοτε μια ποίηση ευκολονόητη, ρυθμική, κάποτε ακόμα και απλοϊκή», απαντά η Β. Αποστολίδου:
«Στις ημέρες μας τα πράγματα μοιάζουν, σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις, καλύτερα. Υπάρχουν δάσκαλοι που επιλέγουν και μοντέρνους ποιητές, όπως τον Ρίτσο, τον Ελύτη και τον Σεφέρη.
Το βασικό, όμως, θέμα είναι άλλο: να σκεφτούμε μέσω ποιων διδακτικών μεθόδων έρχονται σε επαφή με τη λογοτεχνία και ειδικότερα με την ποίηση τα παιδιά.
Ο παραδοσιακός τρόπος ήταν να επιμείνει ο δάσκαλος στη σημασία των λέξεων και στο βάρος του νοήματος, κάτι που κρατάει σε απόσταση τον μαθητή και δεν ενθαρρύνει την ενεργό συμμετοχή του στη διαδικασία της ερμηνείας και της ανάγνωσης.
Τα τελευταία, ωστόσο, χρόνια το καθεστώς αυτό έχει πάψει να ισχύει καθ’ ολοκληρίαν.
Όσοι δάσκαλοι θέλουν να πλησιάσουν τα παιδιά και να δουλέψουν με την ενίσχυση της φιλαναγνωσίας τους, αναδεικνύουν κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας άλλα στοιχεία του ποιήματος: τον ρυθμό και τον ήχο του, τα λεκτικά του παιχνίδια, τη δυνατότητά του να μελοποιηθεί και να οπτικοποιηθεί.
Στόχος εδώ είναι να γίνονται οι διδακτικές επιλογές με μεγαλύτερη χαλαρότητα και ελευθερία, με κριτήριο όχι το τι πρέπει να αναλύσουν και να απομνημονεύσουν οι μαθητές, αλλά ποια είναι αυτά που τους αρέσουν και τα συγκινούν.
Σε ένα πλαίσιο σαν κι αυτό ο δάσκαλος επιδιώκει να εκμαιεύσει από τους μαθητές τα ενδιαφέροντά τους χωρίς να προσπαθήσει να τα ποδηγετήσει και να τα καθοδηγήσει».
Πώς είναι δυνατόν να περάσουν όλα αυτά στην πράξη;
«Οι τρόποι είναι πολλοί», λέει η Β. Αποστολίδου:
«Τα ποιήματα μπορεί να γίνουν θέατρο και τραγούδι, να κατανοηθούν μέσω διαφόρων εικόνων ή να εμπνεύσουν στους μαθητές κάποια ζωγραφικά σχέδια».
Το ζήτημα συμπερασματικά είναι το πώς θα κατορθώσει ο δάσκαλος να μην αποξενώσει τον μαθητή από τη λογοτεχνία, το πώς θα καταφέρει να μην προκαλέσει τη βαρεμάρα και το χασμουρητό του.
Αργεί ασφαλώς η ημέρα που τα παιδιά του δημοτικού, αλλά και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα μπορούν εν πλήρει ελευθερία να προσέλθουν στην ποίηση. Αν μη τι άλλο, όμως, έστω και περιορισμένα ή επιλεκτικά, ο δρόμος προς μια τέτοια κατεύθυνση έχει ανοίξει.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου