Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Πέτρες παντού

Πίσω μου οι πέτρες

Απ' την μήτρα ξεκινάει η ζωή. Από κει ξεκινάνε όλα. Από μια γερασμένη μήτρα γεννήθηκα κι εγώ που ο πατέρας μου έξυσε άθελά του. Αυτό το δευτερολέπτων ξύσιμο ήταν η αφορμή που αυτή τη στιγμή εγώ - ναι, πάντα εγώ- υπάρχω και αυτή τη στιγμή γράφω στον αέρα, αντί για το ημερολόγιό μου.

Δεν θέλω να το πάω μακριά, απόψε. Το απόψε έγινε ήδη ξημέρωμα Κυριακής. Δεν έχω χρόνο να περιεργαστώ την πέτρα, είναι τόσο μεγάλη και σκληρή, δεν προλαβαίνω. Θα ήθελα να ξεκινήσω απ' την αρχή, μα, αφού είμαι κοντά στον πόνο, αυτόν θα σκαλίσω πρώτα.

θ' αφήσω τ' αδέλφια που βγαίνουν απ' την ίδια μήτρα και λέγονται πραγματικά αδέλφια, και εννοώ τ' αδέλφια μου και θα μιλήσω γι' αυτά άλλη στιγμή.

θ' αφήσω τα παιδιά μου που βγήκαν απ' την δική μου μήτρα και γι' αυτά θα μιλήσω άλλη στιγμή.

Απόψε θέλω να μιλήσω για πέτρες που είναι στον ίδιο χώρο, που έχουν κι εκείνες μήτρες, που έχουν γεννηθεί από μήτρες, που κάποτε επικοινωνούσαν μεταξύ τους και τώρα λόγω συνθηκών και της σκληράδας της ζωής έχουν χάσει την σωστή επαφή και επικοινωνία μεταξύ τους.

Είναι όμως πέτρες αγαπημένες, γειτόνισσες και φίλες (ή φίλοι - και το αρσενικό είναι μέσα στην πέτρα, αλλιώς δεν υπάρχει ζωή) και θα μιλήσω για τις φιλίες, μικρές ή μεγάλες, υπαρκτές ή όχι, αληθινές ή όχι, μα που όμως, υπήρξαν.

Και ναι, επειδή δεν γράφω παραμύθι, ούτε μυθιστόρημα, επειδή είμαι υπαρκτό άτομο και δεν ντρέπομαι για ότι νιώθω και ότι σκέφτομαι, θα μπω κατευθείαν στην ουσία, δίνοντας προτεραιότητα στα θέματα με σειρά χρονολογική, σε ότι αφορά την φιλία, τις φιλίες, όπως τις εννοούμε εμείς οι άνθρωποι, και συγκεκριμένα εγώ. Μόνο που εγώ θα τις ξεχωρίσω σε κοντινές και ιντερνετικές. Στο κοντινές εμπεριέχονται και οι ιντερνετικές, γιατί κάποια πρόσωπα από δω τα συναντώ και στην ζωή μου από κοντά ή μέσω τηλεφώνου αν υπάρχει χιλιομετρική απόσταση.

Θά 'θελα πολύ να μιλήσω για τις άλλες σχέσεις μου, αυτές που καταλαμβάνουν το99%της
ζωής μου, μα απόψε επείγει να αναφερθώ στο १% (ένα) που πολλές φορές γίνεται εκατό (ακόμα να λύσω το πρόβλημα με τα κινέζικα του μπλόγγερ) , έτσι, γιατί με κερδίζει και αυτή είμαι στο κάτω κάτω.

Είναι καιρός να πάω στην επόμενη ανάρτηση, γιατί θέλω πραγματικά, λευκή σελίδα. Εκεί δεν θέλω πέτρες, ούτε αίματα, ούτε γρίφους, ούτε λογοτεχνικές απόπειρες στον αέρα. Αυτές είναι για όσους κάθονται, για όσους έχουν χρόνο, μόρφωση, ταλέντο και ευχέρεια. Γενικώς. Δεν προσπαθώ να αποδείξω τίποτα, δεν θέλω να αποδείξω σε κανέναν τίποτα. Έτσι μου βγήκε νωρίτερα, έτσι κράτησαν οι προηγούμενες λέξεις κάποιες σκέψεις και στιγμές μου.

Δεν έχω υποχρέωση να απολογηθώ για την μη σταθερή γραφή μου. Κι ούτε ξέρω αν θα το βγάλω στον αέρα, ούτε και που με νοιάζει. Απλά αν βγει, θα υπάρχει μια ροή της ψυχολογίας μου, (γενικώς...) για τον όποιο φίλο ή αναγνώστη. Τίποτ' άλλο. Εγώ αφήνω πίσω μου ότι έγραψα και δεν ξαναγυρίζω. Αρκεί που κάτι ξεφόρτωσα από πάνω μου. Ήδη νιώθω ξαλαφρωμένη.

Πάω λοιπόν μπροστά και αφήνω πίσω μου τα σκληρά που με μπερδεύουν και μου θυμίζουν πέτρες, που με κάνουν πέτρα που πετρώνουν την ίδια την καρδιά και την ψυχή μου.

(Στις αναρτήσεις μπορεί να υπάρχει κάποια συνεχόμενη ροή, μα η ώρα που γράφτηκε η κάθε μια, δεν είναι ίδια και μ' αυτό θέλω να πω πως η ζωή, οι στιγμές οι σκέψεις και τα συναισθήματα, κι αυτά τρέχουν... Ποτέ το νερό στο ποτάμι που κυλάει δεν είναι το ίδιο... Κάτι το αλλάζει. Πάντα κάτι, ακόμα και μικρό, ασήμαντο στο μάτι, κάνει την διαφορά.)

Με το γάντι στην μήτρα

"Σιγά σιγά... με πονάς! Μη μου ματώσεις την μήτρα μου..." την άκουσα να φωνάζει, αλλά τόσο ξεψυχισμένα...

"Μα, η μήτρα σε νοιάζει πιο πολύ κι απ' την ψυχή σου; Εγώ αυτή ψάχνω. Γιατί πονάς; Η μήτρα σου είναι άχρηστη πια... Τι την θέλεις; Για να γεννήσεις και άλλες πέτρες; Ξέρεις, δεν είναι και τόσο απαραίτητες στον κόσμο. Υπάρχουν ήδη πολλές".

"Μη το λες. Καμιά πέτρα δεν θα γεννήσει ακριβώς ίδια με τα δικά μου παιδιά. Όλα τα παιδιά είναι διαφορετικά και ξεχωριστά μεταξύ τους, όχι μόνο τα δικά μου, αλλά και όλων των άλλων όσων γεννήθηκαν σ' αυτόν τον κόσμο, κι ακόμα όλα όσα θα γεννηθούν. Δεν το κατάλαβες, μα ναι, η μήτρα μου είναι η ψυχή μου. Γι' αυτό πονώ. Από μια μήτρα βγήκα κι εγώ... και μάλιστα σε εποχή στηρότητας. Μην την υποτιμάς..."

Είπε κι άλλα...
Την άκουγα σιωπηλή. Δεν την υποτιμούσα, αντιθέτως μάλιστα, ήθελα να την ακούσω και θα την άκουγα μόνο αν την προκαλούσα, αν την πονούσα, ακόμα περισσότερο, αν την μάτωνα...
Όμως, εγώ, δηλαδή το εγώ μου, δεν είναι τόσο σκληρό. Πάντα χρησιμοποιεί το γάντι. Κι αν δεν έχει, ψάχνει και το βρίσκει. Έτσι ο πόνος γίνεται πιο υποφερτός. Δεν γρατσουνάει. Γλυκαίνει...

Σταμάτησα να την σμιλεύω εκεί. .. εφόσον πονούσε. Άλλαξα δρόμο, αλλά συνέχισα να δουλεύω εκεί, γιατί ήξερα ότι κάπου εκεί κοντά είναι αυτό που ψάχνω, δηλαδή η καρδιά της ψυχής της. Ο πυρήνας της μήτρας της.

Σάββατο, 24 Ιουλίου 2010

Απόψε θα ματώσω την πέτρα

Απόψε θέλω να ματώσω την πέτρα. Θέλω να χωθώ μέσα της βαθιά, να βρω το ευαίσθητο σημείο της, να την πονέσω, με στόχο να σπάσω αυτό το αρρωστημένο απόστημα που έχει κάνει όλο το σώμα της σκληρό.

Απόψε είμαι αποφασισμένη να το βρω. Θέλω να την βοηθήσω να μαλακώσει, ακόμα και να κλάψει και μαζί της να κλάψω κι εγώ. Το έχω τόση ανάγκη, ίσως περισσότερο κι απ' την ίδια την πέτρα που έχει πια συμβιβαστεί με την προκύψασα σκληράδα της και κοντεύει να χαθεί η ψυχή της.

Απόψε θα προσπαθήσω να συναντηθώ με την πέτρα. Έχουμε πολλά κοινά σημεία οι δυο μας. Είναι αυτά είναι που μας ενώνουν, κι εγώ επειδή πράγματι την αγαπάω, δεν θέλω να σκάσει και να αυτοκαταστραφεί. Θέλω να υπάρχει γύρω μου και πάνω της η σκληράδα της, μα μόνο για αυτοπροστασία και ως ένδυμα, γιατί αυτό της πάει, μα θέλω να μην πνίγεται η ψυχή της, κι εγώ να μπορώ να μαινοβγαίνω στην δική της, χωρίς να γδάρω την δική μου, όσο και την δική της.

Θέλω να την κάνω λεία, σαν το κύμα που λειαίνει μεγάλους βράχους, μέσα στον χρόνο και απ' την υπομονή και επιμονή.

Επειδή όμως εγώ δεν έχω αυτόν τον μεγάλο χρόνο, ως έννοια του χρόνου, επειδή εγώ βιάζομαι, κι επειδή το έχω πολύ μεγάλη ανάγκη, εγώ, πάντα ένα εγώ ο πρωταγωνιστής, εγώ θα το κάνω απόψε.

Ναι, εγώ απόψε, θα λειάνω την πέτρα μου και την πέτρα των άλλων. Μπορεί να είναι σε λίγο, οι κάποιες ώρες αργότερα, γιατί γύρω μου κυκλοφορούν οι υποχρεώσεις και η οικογένεια, άλλωστε, αυτό είναι και απαραίτητο. Όταν στα νταμάρια ρίχνουν φουρνέλα, φροντίζουν πρώτα να απομονώσουν απ' την γύρω περιοχή τη ζωή, για να μην υπάρξουν θύματα. Μένουν εκεί μόνο οι εργάτες, φορώντας κράνη και αφού έχουν εξασφαλίσει σημεία που θα τρέξουν για να προστατεύσουν τη δική τους ζωή.

Είναι νωρίς ακόμα. Χρειάζομαι λίγο χρόνο ακόμα, ώσπου να είμαι έτοιμη για όλα.
Πρώτα για την προστασία των άλλων και μετά τη δική μου.
Επιβάλλεται.
Ακόμα και για την προστασία της πέτρας μου.
Είπα. Δεν θέλω να την σπάσω. Να την γλυκάνω θέλω, να της δώσω σχήμα βατό, και μια διέξοδο για να αναπνέει η ψυχή της και μαζί της κι εγώ.

Ξέρω ότι μ' αυτή την διαδικασία θα πονέσουμε και οι δυο απόψε, θα ματώσουμε, μπορεί και να κλάψουμε (αυτό είναι από μέρες ένα ζητούμενο) μα έτσι θα ελευθερωθούμε και θα έρθουμε οι δυο μας πιο κοντά. Είναι η μόνη λύση, για να μην γίνει η αγάπη μας και η μέχρι τώρα κοινή ζωή μας, σκόνη και θρύψαλα.
Είναι η μόνη λύση και η σανίδα σωτηρίας στη θάλασσα της στεριάς που τελευταία βγάζει τρικυμίες και η καθεμιά μας κοιτάζει να σωθεί παλεύοντας μόνο με τα δικά της κύματα.
Η πέτρα για να μην κλύσει για πάντα το μοναδικό και κρυφό στόμιο που της δίνει ζωή με τον έξω κόσμο, κι εγώ για να μην διαλυθώ απ' τα πολλά ανοιχτά στόμια που κινδυνεύει να πάρει μαζί του ο αέρας της ζωής...
Και ναι, φυσσάει πολύ δυνατός βοριάς τελευταία.
Ο ουρανός μαυρισμένος προμηνύει κι άλλες καταιγίδες, η μπόρα έρχεται και πρέπει να γίνουμε ένα για να σωθούμε.
Ναι, η πέτρα κι εγώ, είμαστε φίλες. Αγαπημένες κι αχώριστες. Η μία συμπληρώνει την άλλη.
Γι' αυτό θα γίνουμε ένα, απόψε, ναι, σε μια πιο γλυκιά μορφή.
Θα το προσπαθήσω εγώ, τουλάχιστον.
Αργότερα, όμως.
Είπαμε...

Υγ. Η πέτρα= εγώ, εσύ, ο άλλος, οι άλλοι, ο φίλος, οι φίλοι, όλοι.
Εγώ= εγώ η Κατερίνα. Εγώ, ο εγωισμός μου, ο πόνος μου, το εγώ μου απ' την καλή και την ανάποδη. Εγώ, ως άνθρωπος και ιδιοκτήτρια του σάρκινου σάκου και σώματος, αυτού που εσείς ξέρετε ως Κατερίνα, αυτού που κουβαλάει την ψυχή μου. Εγώ, σαν μονάδα και τίποτα και σαν ο κόσμος όλος...

Παρασκευή, 23 Ιουλίου 2010

Μπουμπούνισμα

Από χθες γύρευα μια αφορμή να κλάψω.
Το είχα μεγάλη ανάγκη, μα τίποτα δεν βοηθούσε.

Κάποια στιγμή άκουσα τυχαία τον καιρό.
Είπε βροχές την Πέμπτη.

"Επιτέλους", είπα μέσα μου. ""Αύριο θα μπορέσω να κλάψω"!

Ξημέρωσε η Πέμπτη και έτρεξα στο μπαλκόνι. Ο ήλιος με κοίταζε από ψηλά. Πρώτη φορά νευρίασα μαζί του. Δεν τον ήθελα. Ήθελα βροχή.

Όλη μέρα στο μαγαζί έτρεχα, ίδρωνα και ξίδρωνα. Η μεγάλη απόσταση απ' το σπίτι, δεν βοηθάει για πολλά παγωμένα ντουζ. Ο νεροχύτης στην τουαλέτα και μια δεύτερη ή τρίτη μπλούζα, φτηνή λύση.

Πήγε βράδυ. Πουθενά η βροχή. Άφαντη.
Τα τηλέφωνα έδιναν και έπαιρναν.
Εγώ, η δυνατή. Ο ασθενής, ακόμα δυνατότερος.
Σμίξανε τα βράχια.
Εδώ να κλάψω, εκεί να κλάψω, τίποτα.
Μα που να κλάψεις;
Μεσ' το μαγαζί;
Τι σου φταίνε οι πελάτες; Να ξεσκάσουν ήρθαν.

"Κράτα βράχε, κράτα", έλεγα και ξανάλεγα στον ευατό μου.

"Πέντε φιάλες αίμα;" εγώ θα το βρω, είπα και παραλίγο να βγω να το φωνάξω στον δρόμο.
Βουβάθηκα όμως, γιατί άρχισα να συνηδειτοποιώ.
"Πέντε είπε; Λάθος θα κάνει. Σίγουρα θα χρειαστεί περισσότερο", σκέφτηκα.

"Ποιοί πουλάνε αίμα, ν' αγοράσουμε!" μου είπε η Τ...
"Τι λες, Τ...; μου! Το αίμα δεν αγοράζετε, ούτε πουλιέται! Το δίνουν Άνθρωποι στον Άνθρωπο, γιατί το θέλουν! Ακόμα κι αν πληρώσεις κάποιον, να ξέρεις πως δεν θα τον έχεις ξοφλήσει ποτέ σου!"
"Μα, τί να κάνουμε; Πού θα βρούμε;"
"Εγώ θα σας βρω!" μ' άκουσα να λέω, λες και θα έσφαζα τ' αρνί που δεν έχω...

... Μου ξέφυγε στον Μάκη.
"Εγώ θα δώσω" είπε εκείνος!
Μου φάνηκε σα να ψιχάλιζε...
"θα πω και στον γιο μου. Υπολόγιζε μία σίγουρη φιάλη από μένα και μία με ερωτηματικό, ως να του το πω", συνέχισε εκείνος.
Να, και θα βρέξει, σε λάθος ώρα! Κράτα βράχε, θα χυθεί ο καφές. Πάει το καιμάκι! Καθάρισε γρήγορα τα γυαλιά!

Το καθήκον, καθήκον.
Δε χρειάστηκε ομπρέλα, αν κι όταν πήγα να ρωτήσω για τάβλι, είδα μπροστά μου πολλές σε προσφορά, κι έσκυψα να πάρω μία. Πολύχρωμες ήταν, μα δεν ήταν αυτή η σκέψη που μ' έκανε να πάρω γρήγορα το βλέμμα μου απ' το καλάθι με τις ομπρέλες και να φύγω. Ήταν η άλλη:
"Βρε, ας βρέξει να γίνω μούσκεμα! Τι την θέλω την ομπρέλα; Ειδικά τώρα; Άχρηστη είναι!"

Δεν την πήρα. Γύρισα χωρίς τάβλι και χωρίς ομπρέλα.
Αφού δεν έβρεχε. Τι την ήθελα;
Όσο για το τάβλι, δυο τους έχω. Ας παίξουν με τα μικρά, αφού μεγάλο δεν βρήκα.

περνούσαν οι ώρες, πουθενά η βροχή. Ώσπου το πήρα απόφαση.
"Μην απογοητεύεσαι, αύριο μπορεί να βρέξει. Υπομονή!" έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου.
Κι εκεί που την ξέχασα, πατώντας και ξαναπατώντας ένα πορτοκαλί κουμπάκι, τα ποτήρια μπορεί να είχαν πλυθεί και πέντε φορές απ' την αφηρημάδα μου, δεν είχαν πρόβλημα άλλωστε, μια χαρά δροσίζονταν στο πλυντηριάκι, να 'σου κι ένας πελάτης, που ως γνωστόν, "ο πελάτης έχει πάντα δίκιο", που μου λέει στ΄αυτί:

"Σου δίνω αυτό, δως μου δέκα ευρώ και βάλε μου κι ένα ουίσκυ!"
Τον κοίταζα, σα χαζή.
"Δεν κατάλαβα! Τι θέλεις να πεις;"

Ήθελε να πει ο πελάτης, που πάντα έχει δίκιο, να πάρω το βιβλίο που μου έδινε για δέκα ευρώ, συν την αξία του ουισκιού! Θα κέρδιζα κιόλας, γιατί το βιβλίο έκανε είκοσι πέντε!
Να ' την η τύχη μου βραδιάτικα!
Κι εγώ περίμενα την βροχή!

Αυτός, δηλαδή ο πελάτης που έχει πάντα δίκιο, έλεγε, έλεγε, έλεγε...
"Είχε ανάγκη, δεν χρειαζόταν να μας ακούσουν και οι άλλοι", όπως έλεγε.

"Καταλαβαίνεις τι λες; Σου ζήτησα εγώ κανένα βιβλίο και ειδικά με έκπτωση; "
Του είπα κι άλλα. Με πείραξε ο τρόπος του. Και πατάτες να μου πρότεινε έτσι, με τόσο θράσσος, το ίδιο θα έλεγα. Και το βιβλίο ήταν και χριστιανικό! Ίσως κάποια άλλη στιγμή, με άλλο τρόπο, να το έπαιρνα. Όχι όμως έτσι, επειδή το είχε στο σπίτι του, κι επειδή εκείνος ήθελε να εξασφαλίσει το ποτό του και το δεκάευρο.

Του έδωσα νευριασμένη ποτό και λεφτά, του είπα "ότι είναι λάθος!" κι ότι αύριο που θα είναι νηφάλιος θα το συζητήσουμε το θέμα.
Τότε τον άκουσα να ζητάει συγγνώμη και να κλαίει.
Να' τη η βροχή.
Πάλι μου ξέφυγε. Στον κάμπο πήγε.
"Έχω την γυναίκα μου με καρκίνο, κανείς δεν με καταλαβαίνει..."

Να ' τα και τα μπουμπουνητά:
"Κι εγώ έχω δικό μου άνθρωπο και το' μαθα χθες. Κι εγώ θέλω να κλάψω και να φωνάξω, μα κάθομαι εδώ με το χαμόγελο στα χείλη όλη μέρα. Εσύ το ξέρεις χρόνια, κάθεσαι και κλαίγεσαι όλη μέρα, ζητιανεύεις, πίνεις, δεν λύνονται τα προβλήματα έτσι, του φώναξα σαν υστερική και κοίταζα με ζήλια τα μάτια του που έκλαιγαν, τόσο άνετα και εύκολα.
"Όλος ο κόσμος έχει προβλήματα, μα δεν κάνει όπως εσύ. Να μάθεις να σέβεσαι τους άλλους, για να σε σέβονται και οι άλλοι".

Άστραψα και βρόντησα.
Αλλού πήγε η βροχή.
Κρίμα το νταβαντούρι στον ουρανό.
Άλλος έκλαψε, μα για πολύ λίγο. Συννεφόκαμο ήταν. Το' φερε μαζί του το ουίσκυ, σε αντίδραση με τις μπύρες που έπινε αλλού, όλη μέρα, σε συνδυασμό φυσικά με το χρόνιο πρόβλημα της γυναίκας του. Θα την βοηθούσε περισσότερο όμως, αν δεν έπινε και αν στεκόταν δίπλα της πραγματικά, αντί να πίνει όλη μέρα στα μαγαζιά.

Στο τέλος, με τα λεφτά που του δάνεισα ήθελε να μου πληρώσει τα επόμενα ουίσκυ.
Τελικά, δεν ξέρω τι μου χρωστάει.
Μπορεί να ξέρει εκείνος.

Άβυσσος οι ψυχές και τα προβλήματα των ανθρώπων.
Είναι να μην ξεπεράσεις αυτή την αόρατη λεπτή κόκκινη γραμμή των ισσοροποιών...
Κι εκείνος την ξεπέρασε εδώ και καιρό...
Κι εγώ παιχνιδίζω γύρω της...

Σήμερα ξέφυγα.
Ο μετεωρολόγος είναι ο υπεύθυνος. Μετέδωσε ψευδής ειδήσεις, ή αλλιώς: έπεσε έξω στις προβλέψεις του.

Άντε, το δεύτερο, γιατί η μετερεωλογία δεν είναι πατάτες.
Άντε και ξέσπασα κι εδώ.

(Δεν έχει διορθώσεις. Όπως βγήκε, με τα λάθη του. Οι διορθώσεις είναι για τους φιλολόγους, κι εγώ δεν είμαι. Σαν να λες στη βροχή: οι σταγόνες σου δεν είναι ολοστρόγγυλες...)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου